δεινοπαθεῖ

δεινοπαθεῖ
δεινοπαθέω
complain loudly of sufferings
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
δεινοπαθέω
complain loudly of sufferings
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αινοπαθής — αἰνοπαθής, ὲς (Α) αυτός που υποφέρει φρικτά, που δεινοπαθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + παθὴς < ἔπαθον, πάσχω] …   Dictionary of Greek

  • αναξιοπάθεια — η (Α ἀναξιοπάθεια) [αρχ. αμάρτ. τύπος ἀναξιοπαθής] το να υποφέρει, να δεινοπαθεί κάποιος άδικα αρχ. η αγανάκτηση που προέρχεται από άδικα δεινά …   Dictionary of Greek

  • αναξιοπαθής — ές αυτός που δεινοπαθεί άδικα, χωρίς να φταίει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάξιος + παθής < αορ. ἔπαθον τού πάσχω (πρβλ. ευπαθής, ομοιοπαθής, πολυπαθής κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • απόνητος — ἀπόνητος, ον (Α) 1. ο δίχως κόπο και μόχθο 2. αυτός που δεν δεινοπαθεί, δεν υποφέρει 3. επίρρ. απονητί ακοπίαστα …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”